- πώμαλα
- πώμαλαindeclform (particle)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πώμαλα — Α επίρρ. βλ. πῶ … Dictionary of Greek
πώ — Α (δωρ. τ.) επίρρ. 1. από πού; («πῶ τις ὄνον ὠνασεῑται;» από πού θα αγοράσει κανείς όνο;, Σωφρ.) 2. πού; 3. φρ. «πῶ μάλα;» ή «πώμαλα» α) πού επιτέλους;, πού τελοσπάντων; β) (χωρίς ερώτηση) καθόλου, με κανέναν τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πῶ έχει… … Dictionary of Greek